- χανδοπότης
- χανδοπότης, ου, ὁ,A toper, AP11.59 (Maced.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χανδοπότης — ὁ, Α μέθυσος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. χανδόν + πότης] … Dictionary of Greek
χανδοπόται — χανδοπότης toper masc nom/voc pl χανδοπότᾱͅ , χανδοπότης toper masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)